Φωκαιᾶς — Φωκαιεύς Phocaea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φωκαίας — φωκαίᾱς , φώκαια Phocaea fem acc pl φωκαίᾱς , φώκαια Phocaea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζαχαρία — (Zacharia). Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Γένοβας. Ορισμένα μέλη της εγκαταστάθηκαν, τον 13o αι., σε περιοχές της Μικράς Ασίας, σε νησιά του Αιγαίου και στην Πελοπόννησο και συνδέθηκαν με γάμους με τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Kassandra (Gemeinde) — Gemeinde Kassandra Δήμος Κασσάνδρας (Κασσάνδρα) … Deutsch Wikipedia
Ostattika — Präfekturbezirk Ostattika (1972–2010) Νομαρχία Ανατολικής Αττικής Basisdaten (April 2010)[1] … Deutsch Wikipedia
Liste der Gemeinden Griechenlands (1997–2010) — Die folgende Tabelle umfasst alle griechischen Gemeinden, die im Zuge des Kapodistrias Programms von 1997 aus knapp 6.000 kleineren kommunalen Einheiten geschaffen wurden und im Zuge des Kallikratis Gesetzes von 2010 zum 1. Januar 2011… … Deutsch Wikipedia
Πιτάνη — η, ΝΑ, Α δωρ. τ. Πιτάνα αρχ. 1. μία από τις 12 αιολικές πόλεις τής Μικράς Ασίας στα βορειοανατολικά τής Φώκαιας 2. μία από τις πόλεις τής Λακωνικής κοντά στον Ευρώτα αρχ. (ως προσηγορικό) (στη Σπάρτη) λόχος από 600 περίπου άνδρες, ο οποίος… … Dictionary of Greek
Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… … Dictionary of Greek